ἀειγλεῦκος

ἀειγλεῦκος
ἀει-γλεῦκος, τό,
A unfermented wine, Plin.HN14.83.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”